- ὑπωρόφιοι
- ὑπωρόφιοςunder the roofmasc nom/voc plὑπωρόφιοςunder the roofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… … Dictionary of Greek